- σταδιασμός
- ο, ΝΜΑ, και σταδισμός Ανεοελλ.στον πληθ. οι σταδιασμοίναυτ. πίνακες αποστάσεων σε μίλια από λιμάνι σε λιμάνιμσν.-αρχ.γεωγραφικό και ναυτιλιακό σύγγραμμα με τις αποστάσεις μεταξύ τών λιμανιώναρχ.1. η μέτρηση κατά στάδια2. εικασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + -ασμός, μέσω αμάρτυρου αρχ. *σταδιάζω «μετρώ κατά στάδια»].
Dictionary of Greek. 2013.